δωσιδικία

δωσιδικία
δωσῐ-δῐκία, ,
A administration of justice, IGRom.3.563 ([place name] Tlos).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δωσιδικία — και δοσιδικία, η (Α δωσιδικία) νεοελλ. η αρμοδιότητα δικαστηρίου σχετικά με τους διαδίκους και τις δικαστικές υποθέσεις αρχ. το να παραδίδεται κανείς στη δικαιοσύνη, να παρουσιάζεται για να δικαστεί …   Dictionary of Greek

  • δωσιδικία — η η υποχρέωση ενός κατηγορουμένου να δικαστεί από το αρμόδιο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοσιδικία — η βλ. δωσιδικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”